Greek Meaning of theorized
θεωρητικοποίησε
Other Greek words related to θεωρητικοποίησε
- εικάζεται
- υποθετικός
- πίστευε
- συναγόμενο
- ονειρεύτηκα
- ονειρεύτηκα
- είπε
- υποτίθεται
- σκέψη
- υποτιθέμενος
- υποτιθέμενος
- υποθετικό
- υποτιθέμενος
- υποθετικό
- αποδεκτό
- επιβεβαιωμένος
- υποτιθέμενος
- διεβεβαίωσε
- δήλωσε
- διεκδίκησε
- κατέληξε
- πιστώνεται
- Δηλωθεί
- σκέφθηκε
- απεικονιζόμενο
- συλλεγμένοι
- μαντεμένο
- υποθηκευμένος
- φανταστικός
- εξαγόμενο
- επέμεινε
- καταδικασμένος
- συντηρημένο
- αντιλαμβανόμενος
- επαγγελματικός
- υπολογίστηκε
- ύποπτος
- πήρε
- συλληφθεί
- υποθετικό
- αμφισβητούμενο
- υποτίθεται
- ύποπτος
- κατάπιε
Nearest Words of theorized
- theorizer => θεωρητικός
- theorizing => θεωρητικοποίηση
- theory => Θεωρία
- theory of dissociation => Θεωρία διαχωρισμού
- theory of electrolytic dissociation => Θεωρία ηλεκτρολυτικής διάσπασης
- theory of evolution => Θεωρία της εξέλιξης
- theory of games => Θεωρία Παιγνίων
- theory of gravitation => θεωρία βαρύτητας
- theory of gravity => Θεωρία της βαρύτητας
- theory of indicators => Θεωρία των δεικτών
Definitions and Meaning of theorized in English
theorized (imp. & p. p.)
of Theorize
FAQs About the word theorized
θεωρητικοποίησε
of Theorize
εικάζεται,υποθετικός,πίστευε,συναγόμενο,ονειρεύτηκα,ονειρεύτηκα,είπε,υποτίθεται,σκέψη,υποτιθέμενος
εξετάζω,αρνηθεί,σε έκπτωση,εκτεθειμένος,αμφισβητούμενο,Αναξιόπιστος,αμφισβητήθηκε,απορριπτόμενος,αμφιλεγόμενος,διαφώνησε (με)
theorize => θεωρώ, theorization => θεωριοποίηση, theorist => θεωρητικός, theoriser => θεωρητικός, theorise => θεωρητικοποιώ,