Greek Meaning of perspicaciousness

Οξυδέρκεια

Other Greek words related to Οξυδέρκεια

Definitions and Meaning of perspicaciousness in English

Wordnet

perspicaciousness (n)

intelligence manifested by being astute (as in business dealings)

FAQs About the word perspicaciousness

Οξυδέρκεια

intelligence manifested by being astute (as in business dealings)

οξυδερκής,εξαιρετικό,Έξυπνος,Εξαιρετικός.,διορατικός,έξυπνος,απότομος,οξυδερκής,διορατικός,επιδέξιος

αναλφάβητος,Αμόρφωτος,απληροφόρητος,αμαθής,απρόσεκτος,απλοϊκός,Αντιακαδημαϊκός,αμόρφωτος,παράλογο,γαϊδουρινό

perspicacious => οξυδερκής, perspicable => εμφανής, perspex => Πλεξιγκλάς, perspectography => Προσπεκτογραφία, perspectograph => Περσπεκτόγραφος,