Greek Meaning of emotionally

συναισθηματικά

Other Greek words related to συναισθηματικά

Definitions and Meaning of emotionally in English

Wordnet

emotionally (r)

in an emotional manner

with regard to emotions

FAQs About the word emotionally

συναισθηματικά

in an emotional manner, with regard to emotions

επιδεικτικός,φλογερό,έντονο,παθιασμένος,παθιασμένος,θρησκευτικός,ζεστός,φλογερός,φλεγόμενος,καίγοντας

κρύος,κουλ,αποστασιοποιημένος,ξηρός,αναίσθητος,απρόσωπος,Στόχος,ανέμπνευστος,αποσπασμένος,αναίσθητος

emotionalize => Συναισθηματικοποιώ, emotionality => συναισθηματικότητα, emotionalism => Συναισθηματισμός, emotional state => Συναισθηματική κατάσταση, emotional person => Συναισθηματικό άτομο,