Greek Meaning of scarpering

scarpering

Other Greek words related to scarpering

Definitions and Meaning of scarpering in English

scarpering

flee, run away, leave, depart

FAQs About the word scarpering

Definition not available

flee, run away, leave, depart

αναχωρούντος,αποδραπέτητος,εκκενώνω,φυγόδικος,αποκτώντας,πηγαίνω,μετακινούμενο,έξοδος,εγγύηση,κράτηση

Άφιξη,ερχομένων,εναπομείναν,μόνιμος,προσεγγίζοντας,κλείσιμο,κατοικία,διαμονή,πλησιάζοντας,φτάνοντας

scarpered => ξέφυγε, scaring up => φοβίζω, scariness => τρομακτικός, scarifies => χαράζει, scares => τρομάζει,