Greek Meaning of saliently

εξόφθαλμα

Other Greek words related to εξόφθαλμα

Definitions and Meaning of saliently in English

Webster

saliently (adv.)

In a salient manner.

FAQs About the word saliently

εξόφθαλμα

In a salient manner.

εξαίρετος,σημαντικός,μεγάλος,Εξαιρετικός,έντονος,εξαιρετικό,αρχηγός,επιτακτικός,εμφανής,διακριτός

κρυμμένος,ασήμαντος,λεπτός,αδιάφορος,ασήμαντο,κρυμμένο,αχνός,Αδύναμος,ασαφής,καλυμμένος

salientian => εξέχων, salientia => Άνοπλα, salient angle => προεξέχουσα γωνία, salient => εξέχων, saliency => εξέχουσα σημασία,