Greek Meaning of mercurially
υδραργυρώδης
Other Greek words related to υδραργυρώδης
- απρόβλεπτος
- ασταθής
- Καπριτσιόζος
- μεταβλητός
- μεταβλητός
- ασταθής
- ευμετάβλητος
- διακυμάνσεις
- Ρευστό
- ασυνεπής
- ασταθής
- μεταβλητός
- _ιδιότροπος_
- αβέβαιος
- ανήσυχος
- ασταθής
- μεταβλητή
- προσαρμοστικός
- ασκόπως
- αμφίθυμος
- Αρκετός
- αποσπασματικός
- επικίνδυνος
- τυχαίος
- τυχαίος
- ακανόνιστος
- φορητός
- Πρωτεϊκός
- τυχαίος
- διασκορπισμένο
- τρεμάμενος
- νευρικός
- πρόχειρος
- αδέσποτο
- αναξιόπιστος
- αναξιόπιστος
- ασταθής
- αναξιόπιστος
- στον αέρα
- Διστακτικός
- Ευέλικτος
- διστακτικός
- τρεμοπαίζων
Nearest Words of mercurially
- mercurializing => υδραργυρίζω
- mercurialized => υδραργυρωμένος
- mercurialize => υδραργυρίζω
- mercurialist => Υδραργυρικός
- mercurialism => υδράργυρος
- mercurialis perennis => Πολυετής κυνάδαμος
- mercurialis annua => Ετήσια υδράργυρος
- mercurialis => Ευφόρβιο
- mercurial ointment => Υδράργυρος αλοιφή
- mercurial => υδραργυρικός
- mercuric => υδραργυρικός
- mercuric chloride => Χλωριούχος υδράργυρος
- mercurification => υδραργύρωση
- mercurified => ζωντανεμένος
- mercurify => υδράργυρος
- mercurifying => υδράργυρος
- mercurism => υδραργυρισµός
- mercurochrome => Μερβρομίνη
- mercurous => μονοσθενής υδράργυρος
- mercurous chloride => Χλωριούχος υδράργυρος(I)
Definitions and Meaning of mercurially in English
mercurially (adv.)
In a mercurial manner.
FAQs About the word mercurially
υδραργυρώδης
In a mercurial manner.
απρόβλεπτος,ασταθής,Καπριτσιόζος,μεταβλητός,μεταβλητός,ασταθής,ευμετάβλητος,διακυμάνσεις,Ρευστό,ασυνεπής
βέβαιος,σταθερά,αμετάβλητος,προβλέψιμος,σταθερός,στάσιμος,σταθερός,αμετάβλητος,αμετάβλητος,στολή
mercurializing => υδραργυρίζω, mercurialized => υδραργυρωμένος, mercurialize => υδραργυρίζω, mercurialist => Υδραργυρικός, mercurialism => υδράργυρος,