Greek Meaning of imbuing

imbuing

Other Greek words related to imbuing

Definitions and Meaning of imbuing in English

Webster

imbuing (p. pr. & vb. n.)

of Imbue

FAQs About the word imbuing

Definition not available

of Imbue

έγχυση,απορροφούμαι,φόρτιση,διαρκής,εμποτισμός,γέμιση,πλημμύρα,εμφορούντας,επαγωγική,εμβολιασμός

στερητικός,απόσυρση,εκκαθάριση,αποεπένδυση,εξαλείφοντας,κένωση,Απομάκρυνση,υπερανάληψη (τραπεζών)

imbuement => εμποτισμός, imbued => Εμποτισμένο, imbue => εμπνέω, imbruting => ηλίθιωση, imbrutement => Σκληρότητα,