Greek Meaning of idiotproof
idiotproof
Other Greek words related to idiotproof
- εύκολος
- ανεπιτήδευτος
- ανόητος
- ανώδυνος
- γρήγορος
- απλός
- απλός
- απλός
- ανεξερεύνητο
- φαινομενικός
- φτηνός
- κατηφόρα
- εμφανής
- εύκολος
- άπταιστα
- Ρευστό
- αναμφίβολα
- φως
- προφανής
- απλός
- Έτοιμος
- βασιλικός
- λείο
- Κλικ
- αναμφίβολος
- αδιαμφισβήτητος
- σαφής
- σαφής
- διακριτός
- φανερός
- ξεκάθαρο
- απτός
- δίπλωμα ευρεσιτεχνίας
- σαφής
- μαλακός
- διαφανής
- αναμφισβήτητος
- επίπονος
- απαιτητικός
- δύσκολο
- απαιτητικός
- φοβερός
- σκληρός
- επίπονος
- φονικός
- τραχύς
- σοβαρός
- ανταγωνιστικό
- σκληρός
- βαρύς
- σύνθετος
- περίπλοκος
- εξαντλητικός
- εξαντλητικός
- εξαντλητικός
- ηρακλειώδης
- σύνθετο
- κοπιαστικός
- Βαρύ
- καταπιεστικός
- οδυνηρός
- προβληματικός
- προβληματικός
- άκαμπτος
- αγχωτικό
- κοπιαστικός
- επίπονος
- ενοχλητικός
- Ασαφής
- εμπλεκόμενος
- κουτουρού
- απόκρυφος
- φορολόγηση
Nearest Words of idiotproof
Definitions and Meaning of idiotproof in English
idiotproof
extremely easy to operate or maintain
FAQs About the word idiotproof
Definition not available
extremely easy to operate or maintain
εύκολος,ανεπιτήδευτος,ανόητος,ανώδυνος,γρήγορος,απλός,απλός,απλός,ανεξερεύνητο,φαινομενικός
επίπονος,απαιτητικός,δύσκολο,απαιτητικός,φοβερός,σκληρός,επίπονος,φονικός,τραχύς,σοβαρός
idioms => Φράσεις, ID'ing => Ταυτοποίηση, IDing => Αναγνώριση, ideologues => ιδεολογούντες, ideologists => ιδεολόγοι,