Greek Meaning of idiotproof

idiotproof

Other Greek words related to idiotproof

Definitions and Meaning of idiotproof in English

idiotproof

extremely easy to operate or maintain

FAQs About the word idiotproof

Definition not available

extremely easy to operate or maintain

εύκολος,ανεπιτήδευτος,ανόητος,ανώδυνος,γρήγορος,απλός,απλός,απλός,ανεξερεύνητο,φαινομενικός

επίπονος,απαιτητικός,δύσκολο,απαιτητικός,φοβερός,σκληρός,επίπονος,φονικός,τραχύς,σοβαρός

idioms => Φράσεις, ID'ing => Ταυτοποίηση, IDing => Αναγνώριση, ideologues => ιδεολογούντες, ideologists => ιδεολόγοι,