Greek Meaning of guidable

καθοδηγήσιμος

Other Greek words related to καθοδηγήσιμος

Definitions and Meaning of guidable in English

Webster

guidable (a.)

Capable of being guided; willing to be guided or counseled.

FAQs About the word guidable

καθοδηγήσιμος

Capable of being guided; willing to be guided or counseled.

ευχάριστος,Επιδεκτικός,συμβατός,Συμφωνούσα,συμμορφωμένος,υπάκουος,ανεκτικός,αναίσθητος,μακρόθυμος,υπάκουος

αντίθετος,προκλητικός,αδάμαστος,ανθεκτικό,αντιστάμενο,ανεξέλεγκτο,αμετάπειστος,διαμαρτυρόμενος,δύστροπος,αυθάδης

guid => οδηγός, guicowar => Γκάκγουαρ, guibert of ravenna => Γοδεβέρτος Ραβέννας, guib => γραφική διεπαφή χρήστη, guiana => Γουιάνα,