Greek Meaning of nonresistant
μη ανθεκτικός
Other Greek words related to μη ανθεκτικός
- υπάκουος
- παθητικός
- παραιτημένος
- συγκαταβατικός
- στωικός
- στωικός
- υφιστάμενος
- ανεκτικός
- ανεκτικός
- δίχως αντίσταση
- πρόθυμος
- υποχωρητικός
- ευχάριστος
- Επιδεκτικός
- φιλικός
- αδιάφορος
- συμβατός
- Συμφωνούσα
- συμμορφωμένος
- υπάκουος
- ανεκτικός
- καθοδηγήσιμος
- αναίσθητος
- νομοταγής
- μακρόθυμος
- διαχειρίσιμος
- υπάκουος
- προθυμος
- ασθενής
- εύκαμπτος, εύπλαστος
- εύκαμπτος, εύπλαστος
- δουλοπρεπής
- υποτακτικός
- υποταγμένος
- χειραγωγίσιμος
- αδιάφορος
- γκρινιάρης
- αναίσθητος
- συμμορφούμενος
- παράδοση
- προκλητικός
- πυρίμαχος
- ανθεκτικό
- αντιστάμενο
- αμετάπειστος
- διαμαρτυρόμενος
- δύστροπος
- αντίθετος
- αυθάδης
- ανυπάκουος
- αδάμαστος
- απείθαρχος
- αντάρτης
- αδάμαστος
- στασιαστικός
- διεστραμμένος
- επαναστατημένος
- ανυπότακτος
- ανήσυχος
- ανεξέλεγκτο
- Ακυβέρνητος
- άτακτος
- δυσμενής
- ατίθασος
- εσκεμμένος
- εκούσιος
- εσφαλμένη
- διαφωνούντας
- δυσάρεστος
- πεισματάρης
- ασύμβατος
- nonkonformistas
- αδιάθετος
- αδιαχειρίστη
Nearest Words of nonresistant
- non-resiny => μη ρητινώδης
- nonresiny => μη ρητινώδες
- non-resinous => μη ρητινώδης
- nonresinous => μη ρητινώδης
- nonresilient => μη ελαστικό
- nonresidential => μη οικιστικό
- nonresident => Μη μόνιμος κάτοικος
- nonresidence => Μη κατοικία
- nonresemblance => Ανομοιότητα
- nonrepresentative => μη αντιπροσωπευτικός
- non-resistant => μη ανθεκτικός
- nonresisting => μη ανθεκτικό
- nonresonant => μη συντονιστικός
- nonrestrictive => μη περιοριστικός
- nonrestrictive clause => Μη περιοριστική πρόταση
- nonreticulate => μη δικτυωτός
- nonretractable => μη ανακλητό
- nonretractile => μη ανασυρόμενος
- nonreturnable => μη επιστρέφονται (Greek)
- nonreversible => μη αναστρέψιμος
Definitions and Meaning of nonresistant in English
nonresistant (s)
(often followed by `to') likely to be affected with
not resistant
nonresistant (a.)
Making no resistance.
nonresistant (n.)
One who maintains that no resistance should be made to constituted authority, even when unjustly or oppressively exercised; one who advocates or practices absolute submission; also, one who holds that violence should never be resisted by force.
FAQs About the word nonresistant
μη ανθεκτικός
(often followed by `to') likely to be affected with, not resistantMaking no resistance., One who maintains that no resistance should be made to constituted auth
υπάκουος,παθητικός,παραιτημένος,συγκαταβατικός,στωικός,στωικός,υφιστάμενος,ανεκτικός,ανεκτικός,δίχως αντίσταση
προκλητικός,πυρίμαχος,ανθεκτικό,αντιστάμενο,αμετάπειστος,διαμαρτυρόμενος,δύστροπος,αντίθετος,αυθάδης,ανυπάκουος
non-resiny => μη ρητινώδης, nonresiny => μη ρητινώδες, non-resinous => μη ρητινώδης, nonresinous => μη ρητινώδης, nonresilient => μη ελαστικό,