Greek Meaning of groundlessness

αβάσιμοι

Other Greek words related to αβάσιμοι

Definitions and Meaning of groundlessness in English

Wordnet

groundlessness (n)

the quality of lacking substance or value

FAQs About the word groundlessness

αβάσιμοι

the quality of lacking substance or value

αβάσιμος,Αβάσιμος,παράλογος,παράλογο,άκυρος,παράλογος,περιττός,αβάσιμος,αβάσιμος,μη υποστηριζόμενο

επιβεβαιωμένο,καλός,σκληρός,μόνο,δικαιολογημένη,λογικός,λογικός,αιτιολογημένος,έγκυρος,βάσιμος

groundless => αβάσιμος, groundkeeper => Επιμελητής γηπέδου, grounding => Γείωση, ground-hugging => χαμηλής βλάστησης, groundhog day => Ημέρα της Μαρμότας,