Greek Meaning of gaumed

τηγανισμένο

Other Greek words related to τηγανισμένο

Definitions and Meaning of gaumed in English

gaumed

smudge, smear

FAQs About the word gaumed

τηγανισμένο

smudge, smear

μαυρισμένος,Μολυσμένος,χάλασε,Λεκιασμένος,Befouled = Βεβηλωμένος,βρώμικος,βρώμικος με μούργα,λερωμένος,Μολυσμένος,αλειμμένος

καθαρισμένος,Καθαρισμένο,καθαρίζω,καθαρισμένος,φωτεινός,βουρτσισμένο,απολυμανμένο,σκονισμένος,πλυμένο,σφουγγάρισμα

gaum => Γόμα, gaults => Γκώλτ, gauges => μετρητές, gauds => καλαίσθητη διακόσμηση, gats => καπέλα,