Greek Meaning of conceding (to)
conceding (to)
Other Greek words related to conceding (to)
- ένταξη (σε)
- συγκατάθεση σε
- υπόκλιση (προς)
- συναίνεση (σε)
- υποταγή (σε)
- υποκύπτω σε
- παραδίδεται σε
- Εύπλαστος (προς)
- Αποδεκτός
- επιβεβαιώνοντας
- έχοντας
- επικυρώνοντας, εγκρίνοντας
- επιβάλλων κυρώσεις
- εξέχων
- εγγυημένος
- (συναινεῖν σε)
- παραδίδομαι (σε)
- παραχωρώ (σε)
- εντάξει
- Εντάξει
- ιδρώτας
- μόνιμος
- υιοθεσία
- brooking
- Αγκαλιάζει
- ανθεκτικός
- ανάληψη
- όρθιος
- υποστηρίζων
- λήψη
- ανεκτικός
- φιλόξενος
- υποστηρίζοντας
- στομάχι
- βιώσιμο
- Κατάποση
Nearest Words of conceding (to)
Definitions and Meaning of conceding (to) in English
conceding (to)
No definition found for this word.
FAQs About the word conceding (to)
Definition not available
ένταξη (σε),συγκατάθεση σε,υπόκλιση (προς),συναίνεση (σε),υποταγή (σε),υποκύπτω σε,παραδίδεται σε,Εύπλαστος (προς),Αποδεκτός,επιβεβαιώνοντας
μειούμενη,αρνούμενος,Απαγορεύει,αντίθετος,αρνούμαι,Απορριπτικός,(αντιρρησίας (προς)),απόρριψη,αποδοκιμαστικός,μάχη
conceded (to) => παραδέχθηκε (σε), conceded => παραδέχτηκε, concede (to) => παραδεχτώ (σε), conceals => κρύβει, concealments => κρύπτες,