Greek Meaning of concatenating
Σύνδεση
Other Greek words related to Σύνδεση
Nearest Words of concatenating
Definitions and Meaning of concatenating in English
concatenating
linked together, to link together in a series or chain
FAQs About the word concatenating
Σύνδεση
linked together, to link together in a series or chain
συνδυάζοντας,συνδεόμενο,σύζευξη,ολοκληρώνοντας,διασυνδεόμενος,σύνδεση,χορδή,συσχετιζόμενος,αλυσοποίηση,σύνθετη
αποσπώντας,αποσύνδεσης,διαιρών,διαχωρίζοντας,σχίση,απόσυνδεση,απόσπαση,σχίσιμο,αποσύνδεσης,διαχωρισμός
concatenates => συσσωματώνει, concatenated => Συνδεδεμένο, comrades => σύντροφοι, computes => υπολογίζει, computerphobe => υπολογιστοφοβία,