Greek Meaning of antiseptically

αντισηπτικά

Other Greek words related to αντισηπτικά

Definitions and Meaning of antiseptically in English

Webster

antiseptically (adv.)

By means of antiseptics.

FAQs About the word antiseptically

αντισηπτικά

By means of antiseptics.

καθαρός,τακτοποιημένο,τακτοποιημένος,Διακόσμηση,Κροκαλένια,καλλωπισμένος,άμωμος,Καλοχτενισμένος,οργανωμένος,οργανωμένος

αχτένιστος,ατημέλητος,ακατάστατος,ακατάστατη,Βρόμικος,ακατάστατος,ακατάστατος,βρώμικο,ατημέλητος,ξεπεσμένος

antiseptical => αντισηπτικό, antiseptic => αντισηπτικό, antisepsis => αντισηψία, antisepalous => αντιεπάλληλος, anti-semitism => Αντισημιτισμός,