Greek Meaning of antiseptically
αντισηπτικά
Other Greek words related to αντισηπτικά
- καθαρός
- τακτοποιημένο
- τακτοποιημένος
- Διακόσμηση
- Κροκαλένια
- καλλωπισμένος
- άμωμος
- Καλοχτενισμένος
- οργανωμένος
- οργανωμένος
- σφιγμένος
- Γρήγορα
- κομψός
- εγωιστής
- άνετος
- τριγωνομετρία
- Ακατάστατος
- Περιποιημένος
- παραλαβή
- καπελοθήκη
- καλοντυμένος
- καλοντυμένος
- γοητευτικός
- θρασύς
- έξυπνος
- Λάμψη
- Αστραφτερός.
- φανταχτερός
- άψογος
- έλατο
- βελτιωμένο
- συστηματικός
- σφιχτός
- αχτένιστος
- ατημέλητος
- ακατάστατος
- ακατάστατη
- Βρόμικος
- ακατάστατος
- ακατάστατος
- βρώμικο
- ατημέλητος
- ξεπεσμένος
- φθαρμένος
- ατημέλητος
- απρόσεκτος
- ατημέλητος
- βρώμικος
- άθλιος
- ατημέλητος
- ακατάστατος
- παλιομοδίτικος
- φάουλ
- ανακατεμένα
- τσαλακωμένος
- σλοβένικος
- αναποδογύρισμα
- ανοργάνωτος
- ατημέλητος
- ατημέλητος
- αχτένιστος
- μη συστηματικός
Nearest Words of antiseptically
- antisepticize => απολυμαίνω
- antiserum => Αντιορός
- antisialagogue => Αντισιελογωγό
- antislavery => αντιανδραποδιστικός
- antisocial => αντικοινωνικός
- antisocial personality disorder => Αντικοινωνική διαταραχή προσωπικότητας
- antisocialist => Αντικοινωνικός
- antisolar => Αντηλιακός
- antispasmodic => αντισπασμωδικό
- antispasmodic agent => Αντισπασμωδικό
Definitions and Meaning of antiseptically in English
antiseptically (adv.)
By means of antiseptics.
FAQs About the word antiseptically
αντισηπτικά
By means of antiseptics.
καθαρός,τακτοποιημένο,τακτοποιημένος,Διακόσμηση,Κροκαλένια,καλλωπισμένος,άμωμος,Καλοχτενισμένος,οργανωμένος,οργανωμένος
αχτένιστος,ατημέλητος,ακατάστατος,ακατάστατη,Βρόμικος,ακατάστατος,ακατάστατος,βρώμικο,ατημέλητος,ξεπεσμένος
antiseptical => αντισηπτικό, antiseptic => αντισηπτικό, antisepsis => αντισηψία, antisepalous => αντιεπάλληλος, anti-semitism => Αντισημιτισμός,