Greek Meaning of antiseptical
αντισηπτικό
Other Greek words related to αντισηπτικό
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of antiseptical
- antiseptically => αντισηπτικά
- antisepticize => απολυμαίνω
- antiserum => Αντιορός
- antisialagogue => Αντισιελογωγό
- antislavery => αντιανδραποδιστικός
- antisocial => αντικοινωνικός
- antisocial personality disorder => Αντικοινωνική διαταραχή προσωπικότητας
- antisocialist => Αντικοινωνικός
- antisolar => Αντηλιακός
- antispasmodic => αντισπασμωδικό
Definitions and Meaning of antiseptical in English
antiseptical (a.)
Counteracting or preventing putrefaction, or a putrescent tendency in the system; antiputrefactive.
FAQs About the word antiseptical
αντισηπτικό
Counteracting or preventing putrefaction, or a putrescent tendency in the system; antiputrefactive.
No synonyms found.
No antonyms found.
antiseptic => αντισηπτικό, antisepsis => αντισηψία, antisepalous => αντιεπάλληλος, anti-semitism => Αντισημιτισμός, antisemitism => Αντισημιτισμός,