Greek Meaning of tensing (up)

Τέντωμα (πάνω)

Other Greek words related to Τέντωμα (πάνω)

Definitions and Meaning of tensing (up) in English

tensing (up)

No definition found for this word.

FAQs About the word tensing (up)

Τέντωμα (πάνω)

ανήσυχος,ανήσυχος,αγχωμένος,ανήσυχος,ανήσυχος,αναστατωμένος,ανήσυχος,ανυπόμονος,ενοχλημένο,ανήσυχος

Ήρεμος,συλλεγέν,σίγουρος,κουλ,εύκολος,αναίσθητος,χαλαρός,σίγουρα,ελεγχόμενος,ανέμελος

tensing => τεταμένη, tenses => Χρόνοι, tense (up) => τεταμένος, tens => δεκάδες, tenors => τενόροι,