Greek Meaning of tentie

Δέκα

Other Greek words related to Δέκα

Definitions and Meaning of tentie in English

tentie

attentive, watchful

FAQs About the word tentie

Δέκα

attentive, watchful

συναγερμός,ζωντανός,προσεκτικός, προσεκτική,ξύπνιος,ενήμερος,προσεκτικός,ενσυνείδητος,παρατηρητικός,Επί ποδός,άγρυπνος

απών,απορροφάται,αφηρημένος,κοιμισμένος,απρόσεκτος,ζαλισμένος,αποσπασμένος,ονειρευόμενος,ονειρικός,αναίσθητος

ten-speed => δεκάταχυτο, tensions => εντάσεις, tensioning => τάση, tensing (up) => Τέντωμα (πάνω), tensing => τεταμένη,