Greek Meaning of rubber-stamped
Σφραγισμένος
Other Greek words related to Σφραγισμένος
- με αρχικά γράμματα
- υπογεγραμμένο
- με αρχικά
- αποδεκτό
- αναγνωρισμένος
- επιβεβαιωμένος
- επιτρεπόμενο
- εγκρίθηκε
- ευλογημένος
- κανονικοποιημένος
- πιστοποιημένο
- ενεργοποίηση
- ενέκρινε
- εγκεκριμένος
- νομιμοποιημένο
- αδειοδοτημένο
- αδειοδοτημένος
- πέρασε
- επιτρεπτός
- επικυρωμένο
- ηγιασμένος
- κυρώσεις
- επικυρωμένος
- Επανεγκρίθηκε
- πιστοποιημένο
- εξουσιοδοτημένος
- ευλογημένος
- επιβεβαιωμένο
- τυπικοποιημένο
- ομολογημένος
- εγγυημένος
- εγκεκριμένος
- οριστικοποιημένος
- εγκριθέν
Nearest Words of rubber-stamped
- rubber-stamp => Σφραγίδα από καουτσούκ
- rubbers => γόμες
- rubbernecks => Χάζηδες
- rubbernecking => χαζεύω στα ατυχήματα
- rubberneckers => περίεργοι
- rubbernecked => ακύρωνε
- rubbed the wrong way => Έτριψε προς τη λάθος κατεύθυνση
- rubbed shoulders (with) => Τρίφτηκαν οι ώμοι (με)
- rubbed out => διαγραμμένο
- rubbed elbows (with) => Τριβή αγκώνων (με)
- rubber-stamping => σφραγίδα
- rubbing elbows => Τρίβοντας τους αγκώνες
- rubbing elbows (with) => Τρίβοντας αγκώνες (με)
- rubbing out => σβήσιμο
- rubbing shoulders => Τρίψιμους ώμους
- rubbing shoulders (with) => Τρίβω τους ώμους (με)
- rubbing the wrong way => Με τη χειρότερη δυνατή, τρόπο
- Rubenesque => Ρουμπενσιακός
- rubes => χωριάτες
- rubout => εκτέλεση
Definitions and Meaning of rubber-stamped in English
rubber-stamped
a stamp with a printing face made of rubber, a mostly powerless yet officially recognized body or person that approves or endorses programs and policies initiated usually by a single specified source, to approve, endorse, or dispose of as a matter of routine or at the command of another, a stereotyped copy or expression, a stamp of rubber for making imprints, to mark with a rubber stamp, a person who echoes or imitates others, a routine endorsement or approval
FAQs About the word rubber-stamped
Σφραγισμένος
a stamp with a printing face made of rubber, a mostly powerless yet officially recognized body or person that approves or endorses programs and policies initiat
με αρχικά γράμματα,υπογεγραμμένο,με αρχικά,αποδεκτό,αναγνωρισμένος,επιβεβαιωμένος,επιτρεπόμενο,εγκρίθηκε,ευλογημένος,κανονικοποιημένος
αρνήθηκε,αρνηθεί,απαγορεύεται,αποδοκιμασμένος,απαγορευμένος,απορριπτόμενος,άσκησε βέτο,απορρίφθηκε,απαγορευμένο,επιβεβλημένο
rubber-stamp => Σφραγίδα από καουτσούκ, rubbers => γόμες, rubbernecks => Χάζηδες, rubbernecking => χαζεύω στα ατυχήματα, rubberneckers => περίεργοι,