Greek Meaning of promiscuous
promiscuous
Other Greek words related to promiscuous
- διάφορα
- ποικίλος
- εκλεκτικός
- αδιάκριτος
- μικτός
- ποικίλω
- χαοτικός
- ετερογενής
- ακατάστατος
- διάφορα
- Πατσγουόρκ
- νεροχύτης
- ενωμένος
- μικτός
- ακατάστατο
- συνδυασμένος
- σύνθετος
- μπερδεμένος
- αποδιοργανωμένος
- ακατάστατος
- αχτένιστος
- ατημέλητος
- ακατάστατος
- διαφορετικός
- αποκλίνων
- λειωμένος
- Υβρίδιο
- ΑΕ (Ανωνύμω Εταιρεία)
- μπλεγμένος
- σκορπισμένα
- Καρακάξα
- πολλαπλή
- χάλασε
- αναμεμιγμένα
- ποικιλόμορφος
- μπερδεμένος
- πολυποίκιλος
- πολλαπλές
- πολυπλέκτης
- αμέτρητος
- άσπρος με μαύρες βούλες
- ετερόκλητος
- διάφορα
- αταξινόμητος
- διάφοροι
- μικτός
- αναμεμειγμένος
- ανάμικτος
- κουρελιασμένος
Nearest Words of promiscuous
Definitions and Meaning of promiscuous in English
promiscuous (s)
not selective of a single class or person
casual and unrestrained in sexual behavior
FAQs About the word promiscuous
Definition not available
not selective of a single class or person, casual and unrestrained in sexual behavior
διάφορα,ποικίλος,εκλεκτικός,αδιάκριτος,μικτός,ποικίλω,χαοτικός,ετερογενής,ακατάστατος,διάφορα
Ομοιογενής,ίδιος,στολή,ταυτόσημος,άτομο,σαν,μονολιθικός,όμοιος,διακριτός,διακριτικός
prominently => επιφανώς, prominent => εξέχων, prominence => εξέχουσα θέση, promethium => προμήθιο, prometheus => Προμηθέας,