FAQs About the word promisor

Υπόσχων

a person who makes a promise

υπόσχεση,ορκίζω,όρκος,συμφωνώ,συμφωνία,διασφαλίζω,εγγύηση,επιμένω,προσχωρώ,εμπιστοσύνη

No antonyms found.

promisingly => ελπιδοφόρα, promising => ελπιδοφόρος, promiser => υποσχόμενος, promisee => λήπτης υπόσχεσης, promised land => γη της επαγγελίας,