FAQs About the word ensure

διασφαλίζω

make certain of, be careful or certain to do something; make certain of somethingTo make sure. See Insure., To betroth.

διαβεβαιώ,εγγύηση,εγγύηση,ασφαλίζω,ασφαλής,βεβαιώνω,σφιγ,πάγος,υπόσχεση,εγγυητής

υπονομεύω,εξασθενώ,αποδυναμώνω

ensuing => Επόμενος, ensued => επακολούθησε, ensue => επακολουθείν, ensuant => επόμενος, -η, -ο, ensuable => επακόλουθο,