Greek Meaning of ensued
επακολούθησε
Other Greek words related to επακολούθησε
Nearest Words of ensued
Definitions and Meaning of ensued in English
ensued (imp. & p. p.)
of Ensue
FAQs About the word ensued
επακολούθησε
of Ensue
αντικατέστησε,εκτοπισμένος,επέτυχε,υπερκερασμένος,εκτοπισμένος,επήλθε
ακολούθησε,προηγούμαι,προχρονολογημένος,προηγούμαι
ensue => επακολουθείν, ensuant => επόμενος, -η, -ο, ensuable => επακόλουθο, enstyle => ταιριάζω, enstore => Αποθήκη,