Greek Meaning of overconfident

overconfident

Other Greek words related to overconfident

Definitions and Meaning of overconfident in English

Wordnet

overconfident (s)

marked by excessive confidence

Webster

overconfident (a.)

Confident to excess.

FAQs About the word overconfident

Definition not available

marked by excessive confidenceConfident to excess.

περιπετειώδης,γενναίος,γενναίος,Τολμηρός,απερίσκεπτος,απερίσκεπτος,Θρασύς,θρασύς,απρόσεκτος,Τολμηρός

προσεκτικός,προσεκτικός,συνετός,φοβισμένος,Φρουρούμενος,προσεκτικός,συνετός,ασφαλής,ντροπαλός,αναφιλόδοξος

overconfidence => υπερβολική αυτοπεποίθηση, overcompensation => Υπερβολική αποζημίωση, overcompensate => υπερ-αντιστάθμιση, overcoming => υπερνίκηση, overcomer => νικητής,