Greek Meaning of one time
μία φορά
Other Greek words related to μία φορά
- κοινός
- σταθερά
- γνώριμος
- συχνός
- συνηθισμένος
- περιοδικός
- περιοδικό
- επαναλαμβανόμενο
- επαναλαμβανόμενος
- τακτικός
- ρουτίνα
- σταθερός
- συνήθης
- ετήσιος
- χρόνιος
- συνηθισμένος
- επιβεβαιωμένο
- συνεχής
- συνήθης
- κυκλικός
- κυκλικός
- κάθε μέρα
- συνήθης
- ανά ώρα
- Επαναλαμβανόμενος
- πανταχού παρών
- συνηθισμένος
- όλο το εικοσιτετράωρο
- αναμενόμενος
- αμετανόητος
- εικοσιτέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο
- ετήσιος
Nearest Words of one time
- one thousand thousand => τρισεκατομμύριο
- one thousand million => δισεκατομμύριο
- one shot => Μία ευκαιρία
- one percent => ένα τοις εκατό
- one one's coattails => στην ουρά κάποιου
- one of the boys => ένα από τα αγόρια
- one million million million => δισεκατομμύριο
- one million million => Δισεκατομμύριο
- one iron => Ένα σίδερο
- one hundred twenty-five => εκατόν είκοσι πέντε
- one-and-one => ένας προς έναν
- one-armed => μονόχειρας
- one-armed bandit => φρουτάκι
- oneberry => μύρτιλλο
- one-billionth => το δισεκατομμυριοστό
- one-celled => μονοκύτταρος
- one-dimensional => μονοδιάστατος/-η/-ο
- one-dimensional language => Μονοδιάστατη γλώσσα
- one-dimensionality => μονοδιάστατοτητα
- one-eared => μονόωτος
Definitions and Meaning of one time in English
one time (r)
on one occasion
one time (s)
belonging to some prior time
FAQs About the word one time
μία φορά
on one occasion, belonging to some prior time
περιστασιακός,σπάνιος,διαλείπουσα,απλός,Μία ευκαιρία,ασταθής,ακανόνιστος,nonce
κοινός,σταθερά,γνώριμος,συχνός,συνηθισμένος,περιοδικός,περιοδικό,επαναλαμβανόμενο,επαναλαμβανόμενος,τακτικός
one thousand thousand => τρισεκατομμύριο, one thousand million => δισεκατομμύριο, one shot => Μία ευκαιρία, one percent => ένα τοις εκατό, one one's coattails => στην ουρά κάποιου,