Greek Meaning of one time

μία φορά

Other Greek words related to μία φορά

Definitions and Meaning of one time in English

Wordnet

one time (r)

on one occasion

Wordnet

one time (s)

belonging to some prior time

FAQs About the word one time

μία φορά

on one occasion, belonging to some prior time

περιστασιακός,σπάνιος,διαλείπουσα,απλός,Μία ευκαιρία,ασταθής,ακανόνιστος,nonce

κοινός,σταθερά,γνώριμος,συχνός,συνηθισμένος,περιοδικός,περιοδικό,επαναλαμβανόμενο,επαναλαμβανόμενος,τακτικός

one thousand thousand => τρισεκατομμύριο, one thousand million => δισεκατομμύριο, one shot => Μία ευκαιρία, one percent => ένα τοις εκατό, one one's coattails => στην ουρά κάποιου,