Greek Meaning of one-dimensional
μονοδιάστατος/-η/-ο
Other Greek words related to μονοδιάστατος/-η/-ο
Nearest Words of one-dimensional
- one-dimensional language => Μονοδιάστατη γλώσσα
- one-dimensionality => μονοδιάστατοτητα
- one-eared => μονόωτος
- one-eighth => ένα όγδοο
- one-eyed => Μονόφθαλμος
- one-fifth => ένα πέμπτο
- one-flowered pyrola => Πυρόλα η μονόανθη
- one-flowered wintergreen => Μονοανθής χειμωνόφυλλος
- one-fourth => ένα τέταρτο
- onega => Ονέγα
Definitions and Meaning of one-dimensional in English
one-dimensional (a)
relating to a single dimension or aspect; having no depth or scope
of or in or along or relating to a line; involving or having a single dimension
FAQs About the word one-dimensional
μονοδιάστατος/-η/-ο
relating to a single dimension or aspect; having no depth or scope, of or in or along or relating to a line; involving or having a single dimension
ρηχό,επιφανειακός,εύκολος,ασκόπως,πρόχειρος,αποσπασματικός,τυχαίος,Επιπόλαιος,τυχαίος,περιορισμένος
Ευρύς,ολοκληρωμένο,ολοκληρωμένο,βαθύς,οριστικός,εξαντλητικός ,εκτεταμένος,γενικός,σκληρός,διεισδυτικός
one-celled => μονοκύτταρος, one-billionth => το δισεκατομμυριοστό, oneberry => μύρτιλλο, one-armed bandit => φρουτάκι, one-armed => μονόχειρας,