Greek Meaning of one-dimensionality

μονοδιάστατοτητα

Other Greek words related to μονοδιάστατοτητα

Definitions and Meaning of one-dimensionality in English

Wordnet

one-dimensionality (n)

the property of having one dimension

FAQs About the word one-dimensionality

μονοδιάστατοτητα

the property of having one dimension

ρηχό,επιφανειακός,εύκολος,ασκόπως,πρόχειρος,αποσπασματικός,τυχαίος,Επιπόλαιος,τυχαίος,περιορισμένος

Ευρύς,ολοκληρωμένο,ολοκληρωμένο,βαθύς,οριστικός,εξαντλητικός ,εκτεταμένος,γενικός,σκληρός,διεισδυτικός

one-dimensional language => Μονοδιάστατη γλώσσα, one-dimensional => μονοδιάστατος/-η/-ο, one-celled => μονοκύτταρος, one-billionth => το δισεκατομμυριοστό, oneberry => μύρτιλλο,