Greek Meaning of mutilating

mutilating

Other Greek words related to mutilating

Definitions and Meaning of mutilating in English

Webster

mutilating (p. pr. & vb. n.)

of Mutilate

FAQs About the word mutilating

Definition not available

of Mutilate

αναπηρικός,επιζήμιος,απενεργοποίηση,ανικανό να εκτελέσει,βλαβερό,ακρωτηριασμός,πληγωτικός,ξύλο,μώλωπες,παραμορφωτικός

σκλήρυνση,επιδιόρθωση,επούλωση,αποκατάσταση,επανορθωτικό,επισκευή,patch,ανανέωση,επισκευή,Αποκατάσταση

mutilated => ακρωτηριασμένο, muticous => άκανθος, mutic => σιωπηλός, mutessarifat => μουτεσαριφάτο, mutessarif => μουτεσαρίφης,