Greek Meaning of lecherous
lecherous
Other Greek words related to lecherous
- ζεστό
- ερωτικός
- άσεμνος
- παθιασμένος
- διεγερμένος
- επιθυμητικός
- ενθουσιασμένος
- αίγειος
- Κέρατο
- ανήθικος
- φαγούρα
- Ολισθηρός
- Ολισθηρός
- καυλιάρης
- Φριβολος
- σατιρικός, -ή, -ό
- αυθαίρετος
- κατευνασμένος
- διεφθαρμένος
- παρακμιακός
- εκφυλισμένος
- Υποβαθμισμένο
- Αποθαρρυμένος
- διεστραμμένος
- διασκορπισμένος
- διεφθαρμένος
- εύκολος
- γρήγορος
- απρεπής
- χαλαρός
Nearest Words of lecherous
Definitions and Meaning of lecherous in English
lecherous (s)
given to excessive indulgence in sexual activity
lecherous (a.)
Like a lecher; addicted to lewdness; lustful; also, lust-provoking.
FAQs About the word lecherous
Definition not available
given to excessive indulgence in sexual activityLike a lecher; addicted to lewdness; lustful; also, lust-provoking.
ζεστό,ερωτικός,άσεμνος,παθιασμένος,διεγερμένος,επιθυμητικός,ενθουσιασμένος,αίγειος,Κέρατο,ανήθικος
Άγαμος,αγνός,αξιοπρεπής,κρύο,άμωμος,σεμνός,μοναστικός,μοναστικός,ηθικός,καθαρός
lechering => αρσενοκοίτης, lecherer => κατίνας, lechered => εποφθαλμίζω, lecher => άσωτος, leche => γάλα,