Greek Meaning of intellectually
διανοητικά
Other Greek words related to διανοητικά
- ακαδημαϊκός
- ακαδημαϊκός
- εγκεφαλικός
- διανοουμενίστικος
- επιστημονικός
- διανοουμενίστικος
- μπλε
- εξαιρετικό
- Καλλιεργούμενος
- μορφωμένος
- μορφωμένος
- Διανοουμενίστικος
- διανοούμενος
- έξυπνος
- εγγράμματος
- μακρυμάλλης
- αυγοκέφαλος
- σπασίκλας
- μακριά μαλλιά
- νερντάτος
- σπασίκλας
- ο βιβλιολάτρης
- έξυπνος
- φωτεινό
- Έξυπνος
- διδακτικός
- Ευρυμαθής
- μεταλλικός
- μαθημένος
- μεσαία τάξη
- πεダンτικός
- πολυμάθης
- καθηγητικός
- γρήγορος
- εκπαιδευμένος
- έξυπνος
- Σνομπ
- σνομπ
- Αλαζόνας
- Διαβασμένος
- χαι-χατ
- υπερδιανοούμενος
- Πολυμαθής
- πολυμαθής
Nearest Words of intellectually
- intellectualize => διανοητικοποιώ
- intellectualization => διανοητικοποίηση
- intellectuality => Διανοητικότητα
- intellectualist => διανοούμενος
- intellectualism => Διανοητισμός
- intellectualisation => Διανοητικοποίηση
- intellectual property => διανοητική ιδιοκτησία
- intellectual nourishment => Πνευματική τροφή
- intellectual => διανοούμενος
- intellectively => πνευματικά
- intelligence => νοημοσύνη
- intelligence activity => δραστηριότητα πληροφοριών
- intelligence agency => Υπηρεσία πληροφοριών
- intelligence agent => πράκτορας πληροφοριών
- intelligence analyst => αναλυτής πληροφοριών
- intelligence cell => Μονάδα Πληροφοριών
- intelligence community => Κοινότητα Πληροφοριών
- intelligence information => πληροφορίες πληροφοριών
- intelligence officer => Αξιωματικός Υπηρεσίας Πληροφοριών
- intelligence operation => Επιχείρηση πληροφοριών
Definitions and Meaning of intellectually in English
intellectually (r)
in an intellectual manner
intellectually (adv.)
In an intellectual manner.
FAQs About the word intellectually
διανοητικά
in an intellectual mannerIn an intellectual manner.
ακαδημαϊκός,ακαδημαϊκός,εγκεφαλικός,διανοουμενίστικος,επιστημονικός,διανοουμενίστικος,μπλε,εξαιρετικό,Καλλιεργούμενος,μορφωμένος
χυδαίος,αντιδιανοητικός,ακαλλιέργητος,Ακαλλιέργητος,αντιδιανοούμενος,αναλφάβητος,φιλισταίος,αργός,Αμόρφωτος,Αγράμματος
intellectualize => διανοητικοποιώ, intellectualization => διανοητικοποίηση, intellectuality => Διανοητικότητα, intellectualist => διανοούμενος, intellectualism => Διανοητισμός,