Greek Meaning of intellectualisation
Διανοητικοποίηση
Other Greek words related to Διανοητικοποίηση
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of intellectualisation
- intellectual property => διανοητική ιδιοκτησία
- intellectual nourishment => Πνευματική τροφή
- intellectual => διανοούμενος
- intellectively => πνευματικά
- intellective => διανοητικός
- intellection => διάνοια
- intellected => διανοούμενος
- intellect => Διάννοια
- integumentation => Επιδερμίδα
- integumentary system => Επικαλυπτικό σύστημα
- intellectualism => Διανοητισμός
- intellectualist => διανοούμενος
- intellectuality => Διανοητικότητα
- intellectualization => διανοητικοποίηση
- intellectualize => διανοητικοποιώ
- intellectually => διανοητικά
- intelligence => νοημοσύνη
- intelligence activity => δραστηριότητα πληροφοριών
- intelligence agency => Υπηρεσία πληροφοριών
- intelligence agent => πράκτορας πληροφοριών
Definitions and Meaning of intellectualisation in English
intellectualisation (n)
(psychiatry) a defense mechanism that uses reasoning to block out emotional stress and conflict
FAQs About the word intellectualisation
Διανοητικοποίηση
(psychiatry) a defense mechanism that uses reasoning to block out emotional stress and conflict
No synonyms found.
No antonyms found.
intellectual property => διανοητική ιδιοκτησία, intellectual nourishment => Πνευματική τροφή, intellectual => διανοούμενος, intellectively => πνευματικά, intellective => διανοητικός,