Greek Meaning of half-heartedly

μισόκαρδα

Other Greek words related to μισόκαρδα

Definitions and Meaning of half-heartedly in English

Wordnet

half-heartedly (r)

without enthusiasm; in a half-hearted manner

FAQs About the word half-heartedly

μισόκαρδα

without enthusiasm; in a half-hearted manner

τυχαία,άσχετα,αμέριμνα,αδιάφορα,νωχελικά,τεμπέλα,αδιάφορα,αργά,κουρασμένα,νωχελικά

ενεργά,επίπονα,επιμελώς,γρήγορα,αδιάκοπα,αποφασιστικά,επιμελώς,επίμονα,ενεργητικά,πυρετωδώς

half-hearted => χλιαρός, halfhearted => χλιαρός, half-heard => μισοασκουσμένος, half-hatched => μισοεκκολαφθεί, half-hardy => ημι-ανθεκτικό,