Greek Meaning of eruditely
με πολυμάθεια
Other Greek words related to με πολυμάθεια
- πολιτισμένος
- μορφωμένος
- εγγράμματος
- επιστημονικός
- ακαδημαϊκός
- ακαδημαϊκός
- μορφωμένος
- ενημερωμένος
- εκπαιδευμένος
- με γνώσεις
- μαθημένος
- μορφωμένος
- επιδέξιος
- Διαβασμένος
- ο βιβλιολάτρης
- εγκεφαλικός
- Καλλιεργούμενος
- διδακτικός
- διδακτικός
- διαφωτισμένος
- διανοουμενίστικος
- Διανοουμενίστικος
- διανοούμενος
- πεダンτικός
- γυαλισμένο
- καθηγητικός
- εκλεπτυσμένος
- εκπαιδευμένος
- Αυτοδίδακτος
- εκπαιδευμένος
- έμπειρος
- Ευγενής
- ενημερώθηκε
- υπερεκπαιδευμένος
- πολυμαθής
Nearest Words of eruditely
Definitions and Meaning of eruditely in English
eruditely (r)
with erudition; in an erudite manner
FAQs About the word eruditely
με πολυμάθεια
with erudition; in an erudite manner
πολιτισμένος,μορφωμένος,εγγράμματος,επιστημονικός,ακαδημαϊκός,ακαδημαϊκός,μορφωμένος,ενημερωμένος,εκπαιδευμένος,με γνώσεις
σκοτεινός,σκοτεινός, -ή, -ό,αναλφάβητος,αγριος,ακαλλιέργητος,Ακαλλιέργητος,Αμόρφωτος,αμόρφωτος,Αγράμματος,ακαλλιέργητος
erudite => Ευρυμαθής, erudiate => εγγράμματος, eructation => Ρέψιμο, eructate => ρευομαι, eruct => ρεύομαι,