Greek Meaning of effortlessness
ευκολία
Other Greek words related to ευκολία
- επίπονος
- απαιτητικός
- δύσκολο
- απαιτητικός
- φοβερός
- εξαντλητικός
- σκληρός
- ηρακλειώδης
- επίπονος
- φονικός
- τραχύς
- σοβαρός
- άκαμπτος
- ανταγωνιστικό
- σκληρός
- βαρύς
- σύνθετος
- περίπλοκος
- εξαντλητικός
- εξαντλητικός
- σύνθετο
- κοπιαστικός
- Βαρύ
- καταπιεστικός
- οδυνηρός
- προβληματικός
- αγχωτικό
- επίπονος
- ενοχλητικός
- Ασαφής
- εμπλεκόμενος
- κουτουρού
- προβληματικός
- απόκρυφος
- φορολόγηση
- κοπιαστικός
Nearest Words of effortlessness
Definitions and Meaning of effortlessness in English
effortlessness (n)
the quality of requiring little effort
FAQs About the word effortlessness
ευκολία
the quality of requiring little effort
φτηνός,εύκολος,απλός,λείο,εύκολος,άπταιστα,Ρευστό,φως,ανώδυνος,γρήγορος
επίπονος,απαιτητικός,δύσκολο,απαιτητικός,φοβερός,εξαντλητικός,σκληρός,ηρακλειώδης,επίπονος,φονικός
effortlessly => χωρίς κόπο, effortless => ανεπιτήδευτος, effortfulness => προσπάθεια, effortful => Επίπονος, effort => προσπάθεια,