Greek Meaning of effortlessness

ευκολία

Other Greek words related to ευκολία

Definitions and Meaning of effortlessness in English

Wordnet

effortlessness (n)

the quality of requiring little effort

FAQs About the word effortlessness

ευκολία

the quality of requiring little effort

φτηνός,εύκολος,απλός,λείο,εύκολος,άπταιστα,Ρευστό,φως,ανώδυνος,γρήγορος

επίπονος,απαιτητικός,δύσκολο,απαιτητικός,φοβερός,εξαντλητικός,σκληρός,ηρακλειώδης,επίπονος,φονικός

effortlessly => χωρίς κόπο, effortless => ανεπιτήδευτος, effortfulness => προσπάθεια, effortful => Επίπονος, effort => προσπάθεια,