Greek Meaning of demonetizing

Απονομισματοποίηση.

Other Greek words related to Απονομισματοποίηση.

Definitions and Meaning of demonetizing in English

demonetizing

to block (online content) from earning revenue (as from advertisements), to stop using (a metal) as a monetary standard, to deprive of value for official payment

FAQs About the word demonetizing

Απονομισματοποίηση.

to block (online content) from earning revenue (as from advertisements), to stop using (a metal) as a monetary standard, to deprive of value for official paymen

εξασθενών,φθηναίνω,ταπεινωτικός,απόσβεση,χαμήλωμα,μειώνοντας,υποτιμώντας,Αποτιμώντας,Υποβάθμιση,σπάσιμο

εκτιμώντας,ενισχυτικό,φουσκώνω,αναβάθμιση,προσθήκη,ενίσχυση,αυξανόμενος,φούσκωμα,εκρήγνυται,ενίσχυση

demonetized => καταργημένο νομίσματος, demolitions => κατεδαφίσεις, demolishments => κατεδαφίσεις, demolishes => Καταστρέφει, demoiselles => δεσποινίδες,