Greek Meaning of bloating

φούσκωμα

Other Greek words related to φούσκωμα

Definitions and Meaning of bloating in English

Webster

bloating (p. pr. & vb. n.)

of Bloat

FAQs About the word bloating

φούσκωμα

of Bloat

ογκώδης,συνωστισμός,βροχή,πλημμύρα,λαιμαργία,υπερχειλής,συντριπτικός,γέμιση,συσσώρευση,εμπλοκή

αιμορραγία,εκκαθάριση,αποστράγγιση,εξαλείφοντας,κένωση,σχέδιο (εκτός),καθαρισμός,εκκενώνω,εξαντλητικός,έκπλυση

bloater => φουσκωμένος, bloatedness => φούσκωμα, bloated => φουσκωμένος, bloat => φούσκωμα, blizzard => Χιονοθύελλα,