Greek Meaning of de-stressing

αποσυμπίεση

Other Greek words related to αποσυμπίεση

Definitions and Meaning of de-stressing in English

de-stressing

to release bodily or mental tension, unwind sense 2

FAQs About the word de-stressing

αποσυμπίεση

to release bodily or mental tension, unwind sense 2

χαλαρωτικό,ανατριχιαστικός,σύνθεση,αποσυμπίεση,κρεμασμένο χαλαρά,χαλαρώνω,ξεκούραστος,χαλάρωση,ξετύλιγμα,ηλιοθεραπεία

Τέντωμα (πάνω)

de-stressed => Αγχολυμένος, de-stress => αποστρες, desserts => επιδόρπια, despondencies => απογοητεύσεις, despoliations => λεηλασίες,