Greek Meaning of bluely

γαλαζωπά

Other Greek words related to γαλαζωπά

Definitions and Meaning of bluely in English

Webster

bluely (adv.)

With a blue color.

FAQs About the word bluely

γαλαζωπά

With a blue color.

Βρόμικος,φάουλ,αηδιαστικός,βρώμικο,άσεμνος,υποδηλωτικός,χυδαίος,προσβλητικός,άσεμνος,Ευρύς

κατάλληλος,Καθαρός,Σωστό,αξιοπρεπής,ωραίο,ευγενικός,σφιγμένος,κατάλληλος,πουριτανικός,σοβαρός

blue-lilac => κυανολιλά, blue-john => Μπλου Τζον, bluejacket => ναύτης, bluejack oak => Μπλε βελανιδιά, blueish => Κυανόλευκος,