Greek Meaning of atomically

ατομικά

Other Greek words related to ατομικά

Definitions and Meaning of atomically in English

Webster

atomically (adv.)

In an atomic manner; in accordance with the atomic philosophy.

FAQs About the word atomically

ατομικά

In an atomic manner; in accordance with the atomic philosophy.

μικροσκοπικός,μικροσκοπικός,μινιατούρα,αμελητέος - ελάχιστος,μωρό,μικρό,απειροελάχιστος,μικροσκοπικός,μικροσκοπικό,μικρό

αστρονομικός,αστρονομικός,μεγάλος,κολοσσιαίος,σημαντικός,Κοσμικό,τεράστιος,εκτεταμένος,γίγαντας,γιγάντιος

atomical => ατομικός, atomic weight => ατομικό βάρος, atomic weapon => Πυρηνικό όπλο, atomic warhead => πυρηνική κεφαλή, atomic theory => ατομική θεωρία,