Greek Meaning of atomic spectrum
Ατομικό φάσμα
Other Greek words related to Ατομικό φάσμα
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of atomic spectrum
- atomic reactor => Πυρηνικός αντιδραστήρας
- atomic power => Πυρηνική ενέργεια
- atomic pile => Ατομικός σωρός
- atomic physics => Πυρηνική φυσική
- atomic number 99 => Ατομικός αριθμός 99
- atomic number 98 => Ατομικός αριθμός 98
- atomic number 97 => ατομικός αριθμός 97
- atomic number 96 => Ατομικός αριθμός 96
- atomic number 95 => Ατομικός αριθμός 95
- atomic number 94 => Ατομικός αριθμός 94
Definitions and Meaning of atomic spectrum in English
atomic spectrum (n)
(physics) a spectrum of radiation caused by electron transitions within an atom; the series of spectrum lines is characteristic of the element
FAQs About the word atomic spectrum
Ατομικό φάσμα
(physics) a spectrum of radiation caused by electron transitions within an atom; the series of spectrum lines is characteristic of the element
No synonyms found.
No antonyms found.
atomic reactor => Πυρηνικός αντιδραστήρας, atomic power => Πυρηνική ενέργεια, atomic pile => Ατομικός σωρός, atomic physics => Πυρηνική φυσική, atomic number 99 => Ατομικός αριθμός 99,