Greek Meaning of atomic power
Πυρηνική ενέργεια
Other Greek words related to Πυρηνική ενέργεια
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of atomic power
- atomic pile => Ατομικός σωρός
- atomic physics => Πυρηνική φυσική
- atomic number 99 => Ατομικός αριθμός 99
- atomic number 98 => Ατομικός αριθμός 98
- atomic number 97 => ατομικός αριθμός 97
- atomic number 96 => Ατομικός αριθμός 96
- atomic number 95 => Ατομικός αριθμός 95
- atomic number 94 => Ατομικός αριθμός 94
- atomic number 93 => Ατομικός αριθμός 93
- atomic number 92 => ατομικός αριθμός 92
Definitions and Meaning of atomic power in English
atomic power (n)
nuclear energy regarded as a source of electricity for the power grid (for civilian use)
FAQs About the word atomic power
Πυρηνική ενέργεια
nuclear energy regarded as a source of electricity for the power grid (for civilian use)
No synonyms found.
No antonyms found.
atomic pile => Ατομικός σωρός, atomic physics => Πυρηνική φυσική, atomic number 99 => Ατομικός αριθμός 99, atomic number 98 => Ατομικός αριθμός 98, atomic number 97 => ατομικός αριθμός 97,