Greek Meaning of atomic weapon
Πυρηνικό όπλο
Other Greek words related to Πυρηνικό όπλο
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of atomic weapon
- atomic warhead => πυρηνική κεφαλή
- atomic theory => ατομική θεωρία
- atomic spectrum => Ατομικό φάσμα
- atomic reactor => Πυρηνικός αντιδραστήρας
- atomic power => Πυρηνική ενέργεια
- atomic pile => Ατομικός σωρός
- atomic physics => Πυρηνική φυσική
- atomic number 99 => Ατομικός αριθμός 99
- atomic number 98 => Ατομικός αριθμός 98
- atomic number 97 => ατομικός αριθμός 97
Definitions and Meaning of atomic weapon in English
atomic weapon (n)
a weapon of mass destruction whose explosive power derives from a nuclear reaction
FAQs About the word atomic weapon
Πυρηνικό όπλο
a weapon of mass destruction whose explosive power derives from a nuclear reaction
No synonyms found.
No antonyms found.
atomic warhead => πυρηνική κεφαλή, atomic theory => ατομική θεωρία, atomic spectrum => Ατομικό φάσμα, atomic reactor => Πυρηνικός αντιδραστήρας, atomic power => Πυρηνική ενέργεια,