Greek Meaning of atomical
ατομικός
Other Greek words related to ατομικός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of atomical
- atomic weight => ατομικό βάρος
- atomic weapon => Πυρηνικό όπλο
- atomic warhead => πυρηνική κεφαλή
- atomic theory => ατομική θεωρία
- atomic spectrum => Ατομικό φάσμα
- atomic reactor => Πυρηνικός αντιδραστήρας
- atomic power => Πυρηνική ενέργεια
- atomic pile => Ατομικός σωρός
- atomic physics => Πυρηνική φυσική
- atomic number 99 => Ατομικός αριθμός 99
Definitions and Meaning of atomical in English
atomical (a.)
Of or pertaining to atoms.
Extremely minute; tiny.
FAQs About the word atomical
ατομικός
Of or pertaining to atoms., Extremely minute; tiny.
No synonyms found.
No antonyms found.
atomic weight => ατομικό βάρος, atomic weapon => Πυρηνικό όπλο, atomic warhead => πυρηνική κεφαλή, atomic theory => ατομική θεωρία, atomic spectrum => Ατομικό φάσμα,