Greek Meaning of withdrawnness

εσωστρέφεια

Other Greek words related to εσωστρέφεια

Definitions and Meaning of withdrawnness in English

Wordnet

withdrawnness (n)

a disposition to be distant and unsympathetic in manner

FAQs About the word withdrawnness

εσωστρέφεια

a disposition to be distant and unsympathetic in manner

μόνος,συνταξιοδότηση,ντροπαλός,οπισθοδρομικός,ντροπαλός,ντροπαλός,κόσμιος,διστακτικός,Αμήχανος,Εσωστρεφής

εξωστρεφής,εξωστρεφής,κοινωνικός,άσεμνος,εξωστρεφής,κοινωνικός,έντονος,δώρο,θρασύς,κλαμπάμπλ

withdrawn => αποσυρμένος, withdrawment => Απόσυρση, withdrawing-room => σαλόνι, withdrawing room => Ανάκλιση, withdrawing => απόσυρση ,