Greek Meaning of violently

violently

Other Greek words related to violently

Definitions and Meaning of violently in English

Wordnet

violently (r)

in a violent manner

Webster

violently (adv.)

In a violent manner.

FAQs About the word violently

Definition not available

in a violent mannerIn a violent manner.

δυναμικά,ενεργητικά,εκρηκτικά,άγρια,σταθερά,βίαια,με τη βία,δυναμικά,ανθεκτικά,έντονα

Απαλά,ελαφρά,αμυδρά,απαλά,απαλά,αδύναμα,αναποτελεσματικά,νωχελικά,τεμπέλα,αδιάφορα

violent stream => Βίαιο ρεύμα, violent storm => Βίαιη καταιγίδα, violent disorder => βίαιη αταξία, violent death => Βίαιος θάνατος, viole => Βιολέ,