Greek Meaning of violently
violently
Other Greek words related to violently
- δυναμικά
- ενεργητικά
- εκρηκτικά
- άγρια
- σταθερά
- βίαια
- με τη βία
- δυναμικά
- ανθεκτικά
- έντονα
- σθεναρά
- έντονα
- σφοδρά
- δυναμικά
- ενεργά
- επιθετικά
- εκδηλωτικά
- γρήγορα
- τραγανός
- αποφασιστικά
- ανυπόμονα
- εμφατικά
- γρήγορος
- γενναία
- σκληρός
- θερμότατα
- έντονα
- ζωηρά
- πολύ
- μυϊκά
- ηθελημένα
- αποφασιστικά
- άκαμπτα
- Αδίστακτα
- στρογγυλά
- έξυπνα
- σταθερά
- γερά
- πνευματικά
- Τετραγωνικά
- σταθερά
- σταθερά
- άκαμπτα
- άκαμπτα
- σταθερά
- σίγουρα
- ζωηρά
- με αυτοπεποίθηση
- αποφασιστικά
- άμεσα
- αμετάβλητα
- προσεκτικά
- γενναία
- ισχυρά
- γρήγορα
- γενναία
Nearest Words of violently
Definitions and Meaning of violently in English
violently (r)
in a violent manner
violently (adv.)
In a violent manner.
FAQs About the word violently
Definition not available
in a violent mannerIn a violent manner.
δυναμικά,ενεργητικά,εκρηκτικά,άγρια,σταθερά,βίαια,με τη βία,δυναμικά,ανθεκτικά,έντονα
Απαλά,ελαφρά,αμυδρά,απαλά,απαλά,αδύναμα,αναποτελεσματικά,νωχελικά,τεμπέλα,αδιάφορα
violent stream => Βίαιο ρεύμα, violent storm => Βίαιη καταιγίδα, violent disorder => βίαιη αταξία, violent death => Βίαιος θάνατος, viole => Βιολέ,