Greek Meaning of unconditionally
ανεπιφύλακτα
Other Greek words related to ανεπιφύλακτα
- απόλυτος
- ολοκληρωμένο
- ορισμένος
- εντελώς
- τέλειο
- καθαρός
- διάφανος
- απλός
- συνολικό
- προφέρει
- Ολοήμερος
- κενό
- ανθισμένος
- κατηγορηματικός
- κατηγορηματικός
- Καθαρός
- σταθερά
- ολοκληρωμένος
- συντριβή
- διάολε
- κατάρατος
- θανατηφόρος
- απολύτως
- φοβερός
- ατελείωτος
- αιώνιος
- δίκαιο
- γνήσιος
- τεράστιος
- καθαρά και ξάστερα
- αιώνιος
- κατακόρυφος
- βαθύς
- πραγματικός
- τακτικός
- σκληρός
- κατευθείαν
- εμπεριστατωμένος
- διεξοδικός
- ατόφιος
- απαύστως
- αμείωτος
- ανειδίκευτος
- πολύ
- με το γκάζι στο τέρμα
- θρασύς
- αυθεντικός
- καταπληκτικός
- κλασικός
- επιβεβαιωμένο
- νεκρός
- εξαιρετικός
- ακραίο
- επίπεδος
- συνήθης
- απελπισμένος
- φρικτός
- αμετανόητος
- κύριος
- βαθμός
- πέτρα
- υπερθετικός
- Ανώτατος
- φοβερός
- φοβερός
- αθάνατος
- unremitting **ακατάπαυστος
- απεριόριστος
- πραγματικός
Nearest Words of unconditionally
- unconditioned => άνευ όρων
- unconditioned reflex => Ανεπίστροφος αντανακλαστικός
- unconfessed => Αμμολόγητος
- unconfidence => Έλλειψη αυτοπεποίθησης
- unconfined => ανεμπόδιστη
- unconfirmed => επιβεβαιωμένος
- unconformable => μη συμμορφούμενος
- unconformist => μη συμμορφωμένος
- unconformity => ∆ιαφωνία
- unconfound => ξεμπλέκω
Definitions and Meaning of unconditionally in English
unconditionally (r)
not subject to a condition
in an unqualified manner
FAQs About the word unconditionally
ανεπιφύλακτα
not subject to a condition, in an unqualified manner
απόλυτος,ολοκληρωμένο,ορισμένος,εντελώς,τέλειο,καθαρός,διάφανος,απλός,συνολικό,προφέρει
αμφίβολος,αμφίβολος,αμφισβητήσιμος,περιορισμένος,αβέβαιος,αμφίβολος,κατάλληλος
unconditional => άνευ όρων, unconclusive => Αδιευκρίνιστος, unconcluding => αναποφάσιστος, unconcludent => μη πειστικό, unconcernment => αδιαφορία,