Greek Meaning of sucked in

sucked in

Other Greek words related to sucked in

Definitions and Meaning of sucked in in English

sucked in

dupe, hoodwink, to contract, flatten, and tighten (the abdomen) especially by inhaling deeply

FAQs About the word sucked in

Definition not available

dupe, hoodwink, to contract, flatten, and tighten (the abdomen) especially by inhaling deeply

εξαπατημένη,εξαπατημένος,Αυταπατώμενος,κατά μήκος,Μπερδεμένος,Γοητευμένος,έμπλεξε,καμμένος,καμένο,πιάστηκε

Αποκαλύφθηκε,εκτεθειμένο,αποκάλυψε,αποκαλυμμένος,απάτητος,εκτεθειμένος,εμφανίστηκε,ξεσκεπασμένος,απογοητευμένος,απογοητευμένος

sucked (up) => ρουφηξε (πάνω), sucked (up to) => (ρουφηξιά) (μέχρι), succumbs => υποκύπτει, succumbing (to) => υποκύπτω σε, succumbing => υποκύπτοντας,