Greek Meaning of sexiness

sexiness

Other Greek words related to sexiness

Definitions and Meaning of sexiness in English

Wordnet

sexiness (n)

the arousal of feelings of sexual desire

FAQs About the word sexiness

Definition not available

the arousal of feelings of sexual desire

Αισθητική,γοητεία,έλξη,ελκυστικότητα,ομορφιά,ομορφιά,γλύκα,επιθυμητότητα,απολαυστικότητα,κομψότητα

ατέλεια,δυσάρεστος,φρικτότητα,Ελάττωμα,βρωμιά,φρίκη,φρίκη,ατέλεια,αηδία,κακία

sexfid => Δεν υπάρχει άμεση μετάφραση, sexennially => κάθε έξι χρόνια, sexdigitism => εξαδακτυλία, sexavalent => εξαδενικός, sexangularly => εξαγωνικά,