Greek Meaning of one-sidedly

μονόπλευρα

Other Greek words related to μονόπλευρα

Definitions and Meaning of one-sidedly in English

Wordnet

one-sidedly (r)

in a unilateral manner; by means of one part or party

FAQs About the word one-sidedly

μονόπλευρα

in a unilateral manner; by means of one part or party

προκατειλημμένος,Διαστρεβλωμένο,εχθρικός,μερικός,μεροληπτικός,έγχρωμος,ανήσυχος,επηρεασμένο,ενδιαφέρομαι,προκατειλημμένος

αδιάφορος,ίδιος,δίκαιος,αμερόληπτος,δίκαιο,ειλικρινής,αμερόληπτος,ανεξάρτητος,ουδέτερος,ακομμάτιστος

one-sided => μονόπλευρος, one-seventh => ένα έβδομο, oneself => ο εαυτός του / της, τον / την εαυτό του / της, one-seeded => Μονοκοτυλήδονα, one-seed => μονόσπορο,