Greek Meaning of onerously

δυσβάσταχτος

Other Greek words related to δυσβάσταχτος

Definitions and Meaning of onerously in English

Wordnet

onerously (r)

in an onerous manner

Webster

onerously (adv.)

In an onerous manner.

FAQs About the word onerously

δυσβάσταχτος

in an onerous mannerIn an onerous manner.

βίαιος,βαρύς,σκληρός,σκληρός,σκληρός,καταπιεστικός,τραχύς,καυστικός,σοβαρός,σκληρός

άνετος,εύκολος,φως,ευχάριστος,μαλακός,ευχάριστος,άνετος,φιλικός,λαμπρός,φιλόξενος

onerous => Βαρύ, onerating => Ένα, onerated => δυσβάσταχτος, onerate => επιβάρυνση, onerary => βαρύς,